ζηταρετησιάδης

ζηταρετησιάδης
ζηταρετησιάδης, ό (Α)
αυτός που αναζητεί την αρετή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζητώ + αρετή + κατάλ. –ιαδης (το -σ- είναι ευφωνικό), πρβλ. ανεψ-ιάδης, Ασκληπ-ιάδης, Στρεψ-ιάδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζηταρετησιάδαι — ζηταρετησιάδης virtue seeker masc nom/voc pl ζηταρετησιάδᾱͅ , ζηταρετησιάδης virtue seeker masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”